Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεχεριάζω < ξε- + χεριάζω

ξεχεριάζω (παθητική φωνή: ξεχεριάζομαι)

  1. κουράζω τα χέρια κάποιου
    Κουβάλα κι εσύ κάτι, όλα εγώ θα τα σηκώσω; Με ξεχέριασες!
    Μην τραβάς τόσο δυνατά, γιατί θα με ξεχεριάσεις· δεν μπορώ να κρατήσω τόση αντίσταση
  2. (παθητική φωνή) ξεχεριάζομαι: καταπονούνται τα δικά μου χέρια
    Ξεχεριάστηκα με το κουβάλημα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία