χεριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χεριάζω < μεσαιωνική ελληνική
Ρήμα
επεξεργασίαχεριάζω
- χτυπώ κάποιον με τα χέρια μου, καταχεριάζω και καταχεριζω
- πιάνω κάτι, το βάζω στο χέρι μου
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χεριάζω | χέριαζα | θα χεριάζω | να χεριάζω | χεριάζοντας | |
β' ενικ. | χεριάζεις | χέριαζες | θα χεριάζεις | να χεριάζεις | χέριαζε | |
γ' ενικ. | χεριάζει | χέριαζε | θα χεριάζει | να χεριάζει | ||
α' πληθ. | χεριάζουμε | χεριάζαμε | θα χεριάζουμε | να χεριάζουμε | ||
β' πληθ. | χεριάζετε | χεριάζατε | θα χεριάζετε | να χεριάζετε | χεριάζετε | |
γ' πληθ. | χεριάζουν(ε) | χέριαζαν χεριάζαν(ε) |
θα χεριάζουν(ε) | να χεριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χέριασα | θα χεριάσω | να χεριάσω | χεριάσει | ||
β' ενικ. | χέριασες | θα χεριάσεις | να χεριάσεις | χέριασε | ||
γ' ενικ. | χέριασε | θα χεριάσει | να χεριάσει | |||
α' πληθ. | χεριάσαμε | θα χεριάσουμε | να χεριάσουμε | |||
β' πληθ. | χεριάσατε | θα χεριάσετε | να χεριάσετε | χεριάστε | ||
γ' πληθ. | χέριασαν χεριάσαν(ε) |
θα χεριάσουν(ε) | να χεριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χεριάσει | είχα χεριάσει | θα έχω χεριάσει | να έχω χεριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις χεριάσει | είχες χεριάσει | θα έχεις χεριάσει | να έχεις χεριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει χεριάσει | είχε χεριάσει | θα έχει χεριάσει | να έχει χεριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χεριάσει | είχαμε χεριάσει | θα έχουμε χεριάσει | να έχουμε χεριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε χεριάσει | είχατε χεριάσει | θα έχετε χεριάσει | να έχετε χεριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χεριάσει | είχαν χεριάσει | θα έχουν χεριάσει | να έχουν χεριάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χεριάζω
|