ξεκουβαριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεκουβαριάζω < ξε- + κουβαριάζω
Ρήμα
επεξεργασίαξεκουβαριάζω (παθητική φωνή: ξεκουβαριάζομαι)
- (οικείο) αναιρώ το κουβάριασμα, ξετυλίγω το κουβάρι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεκουβαριάζω | ξεκουβαρίαζα | θα ξεκουβαριάζω | να ξεκουβαριάζω | ξεκουβαριάζοντας | |
β' ενικ. | ξεκουβαριάζεις | ξεκουβαρίαζες | θα ξεκουβαριάζεις | να ξεκουβαριάζεις | ξεκουβαρίαζε | |
γ' ενικ. | ξεκουβαριάζει | ξεκουβαρίαζε | θα ξεκουβαριάζει | να ξεκουβαριάζει | ||
α' πληθ. | ξεκουβαριάζουμε | ξεκουβαριάζαμε | θα ξεκουβαριάζουμε | να ξεκουβαριάζουμε | ||
β' πληθ. | ξεκουβαριάζετε | ξεκουβαριάζατε | θα ξεκουβαριάζετε | να ξεκουβαριάζετε | ξεκουβαριάζετε | |
γ' πληθ. | ξεκουβαριάζουν(ε) | ξεκουβαρίαζαν ξεκουβαριάζαν(ε) |
θα ξεκουβαριάζουν(ε) | να ξεκουβαριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεκουβαρίασα | θα ξεκουβαριάσω | να ξεκουβαριάσω | ξεκουβαριάσει | ||
β' ενικ. | ξεκουβαρίασες | θα ξεκουβαριάσεις | να ξεκουβαριάσεις | ξεκουβαρίασε | ||
γ' ενικ. | ξεκουβαρίασε | θα ξεκουβαριάσει | να ξεκουβαριάσει | |||
α' πληθ. | ξεκουβαριάσαμε | θα ξεκουβαριάσουμε | να ξεκουβαριάσουμε | |||
β' πληθ. | ξεκουβαριάσατε | θα ξεκουβαριάσετε | να ξεκουβαριάσετε | ξεκουβαριάστε | ||
γ' πληθ. | ξεκουβαρίασαν ξεκουβαριάσαν(ε) |
θα ξεκουβαριάσουν(ε) | να ξεκουβαριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεκουβαριάσει | είχα ξεκουβαριάσει | θα έχω ξεκουβαριάσει | να έχω ξεκουβαριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεκουβαριάσει | είχες ξεκουβαριάσει | θα έχεις ξεκουβαριάσει | να έχεις ξεκουβαριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεκουβαριάσει | είχε ξεκουβαριάσει | θα έχει ξεκουβαριάσει | να έχει ξεκουβαριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεκουβαριάσει | είχαμε ξεκουβαριάσει | θα έχουμε ξεκουβαριάσει | να έχουμε ξεκουβαριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεκουβαριάσει | είχατε ξεκουβαριάσει | θα έχετε ξεκουβαριάσει | να έχετε ξεκουβαριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεκουβαριάσει | είχαν ξεκουβαριάσει | θα έχουν ξεκουβαριάσει | να έχουν ξεκουβαριάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεκουβαριάζω
|