νύχιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νύχιος < νύξ
Επίθετο
επεξεργασίανύχιος, νυχία, νύχιον και ὁ ἡ νύχιος, το νύχιον
- που ενεργεί τη νύχτα, που συμβαίνει στη διάρκεια της νύχτας
- ο ζοφερός, ο σκοτεινός, πιθανά ο ύποπτος και ο κακόβουλος