Δείτε επίσης: νυχθήμερον

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νυχθημερόν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νυχθήμερον[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ni.xθi.meˈɾon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νυ‐χθη‐με‐ρόν

  Επίρρημα

επεξεργασία

νυχθημερόν (χρονικό)

  • σε όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου ή σε μεγάλο διάστημα της ημέρας και της νύχτας, ασταμάτητα, νύχτα και μέρα
    ⮡  οι εργάτες δουλεύουν νυχθημερόν για να προλάβουν την ημερομηνία παράδοσης του έργου

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία