Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νισάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική nişan < περσική نشان (nešân)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νισάνι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία