→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νισάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική nişan < περσική نشان (nešân)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νισάνι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) σημείο
  2. στόχος
    ※  μετά ταῦτα ἔῤῥιψαν εἰς νισάνι εὐστοχοῦντες ὅλοι εἰς τὴν βολὴν τῶν τουφεκίων (Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης, Εκκλησιαστικών και πολιτικών εις δώδεκα. Βιβλίον Η΄ Θ΄ ΚΑΙ Ι΄, ήτοι τα μετά την άλωσιν (1453-1789), Κωνσταντινούπολη, 1870, σελ. 665 [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία