Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

νεκρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νεκρώνω
  2. θα νεκρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νεκρώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

νεκρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νέκρωση