Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

 
"Ναύδετο όρμου" που έχει προσδέσει πλοίο με συρματόσχοινο και με σχοινί (κάβο)
ναύδετο < ναυς + δένω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναύδετο ουδέτερο

  • μεγάλος σημαντήρας (σημαδούρα ή τσαμαδούρα) που βρίσκεται αγκυροβολημένος σε συγκεκριμένη θέση (στίγμα), όπου μπορεί ένα πλοίο να προσδένεται με ασφάλεια σ΄ αυτόν, αντί να αγκυροβολήσει

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία