ναυλώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ναυλώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ναυλώνω
- θα ναυλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ναυλώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ναυλώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ναύλωση