Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νίφτω < αρχαία ελληνική νίπτω

  Ρήμα επεξεργασία

νίφτω (και νίβω), ένιψα, νίφτηκα

  1. πλένω το πρόσωπο ή/και τα χέρια μου με νερό
  2. καθαρίζω
  3. (μεταφορικά) εξαγνίζω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία