Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νίφτω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
νίφτω
<
αρχαία ελληνική
νίπτω
Ρήμα
επεξεργασία
νίφτω
(και
νίβω
), ένιψα, νίφτηκα
πλένω
το πρόσωπο ή/και τα χέρια μου με νερό
καθαρίζω
(
μεταφορικά
)
εξαγνίζω
Συγγενικά
επεξεργασία
νίψιμο
νίψις
νιπτήρας
νιφτήρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νίφτω
→
δείτε
τις λέξεις
πλένω
,
καθαρίζω
και
εξαγνίζω