νίφτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- νίφτω < αρχαία ελληνική νίπτω
Ρήμα
επεξεργασία
νίφτω (και νίβω), ένιψα, νίφτηκα
- πλένω το πρόσωπο ή/και τα χέρια μου με νερό
- καθαρίζω
- (μεταφορικά) εξαγνίζω