Δείτε επίσης: μύρτῳ, Μυρτώ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μύρτω

  1. (θηλυκό ) ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού του μύρτος
  2. (ουδέτερο ) ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού του μύρτον