μπόουλινγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπόουλινγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική bowling
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈbo.u.liŋɡ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπό‐ου‐λινγκ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπόουλινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) άθλημα στο οποίο ο παίκτης προσπαθεί να ρίξει κορύνες, κυλώντας μια μπάλα κατά μήκος ενός επίπεδου διαδρόμου