Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Κλειδοθήκη (μπρελόκ) με κλειδί.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπρελόκ < (λόγιο δάνειο) γαλλική breloque

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπρελόκ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία