Κλειδοθήκη (μπρελόκ) με κλειδί.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπρελόκ < (λόγιο δάνειο) γαλλική breloque

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπρελόκ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία