Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλειδοθήκη οι κλειδοθήκες
      γενική της κλειδοθήκης των κλειδοθηκών
    αιτιατική την κλειδοθήκη τις κλειδοθήκες
     κλητική κλειδοθήκη κλειδοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Επιτοίχια κλειδοθήκη τύπου κρεμάστρας

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλειδοθήκη < (κλειδί) + κλειδο- + -θήκη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kli.ðoˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλει‐δο‐θή‐κη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλειδοθήκη θηλυκό

  1. χώρος (όπως ντουλάπι ή κουτί σε τοίχο) για τοποθέτηση και φύλαξη κλειδιών
  2. μικρή θήκη τσέπης (συνήθως δερμάτινη ή υφασμάτινη) με μερικούς κρίκους στο εσωτερικό της απ' όπου κρέμονται κλειδιά
    → δείτε και τις λέξεις μπρελόκ και πορτ κλε

  Μεταφράσεις επεξεργασία