Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορτ κλε < (λόγιο δάνειο) γαλλική porte-clés / porte-clé / porte clefs

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορτ κλε ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία