μποχαϊρική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μποχαϊρική ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μποχαϊρικός < (άμεσο δάνειο) αραβική بُحَيْرِيّ που συνέθεσε από τον όρο Μπεχέιρα (Κυβερνείο Μπεχέιρα) γύρω από τη Λίμνη Μαριούτ για να ονομάσει τη διάλεκτο αυτή σε κοπτική γραμματική που έγραψε τον 11ο αιώνα ο Αθανάσιος του Κους
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμποχαϊρική θηλυκό
- (γλώσσα) κοπτική διάλεκτος του δυτικού Νείλου και της Αλεξάνδρειας