Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

 
ένας σφένδαμνος μπονσάι

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μπονσάι < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 盆栽 < (bon, γλάστρα) + (sai, νάνος)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μπονσάι και μπονζάι ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία