Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπιενάλε < (άμεσο δάνειο) ιταλική biennale

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπιενάλε θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • συχνά γράφετε με κεφαλαίο αρχικό: Μπιενάλε

  Μεταφράσεις επεξεργασία