μπεκιάρηδες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /beˈca.ɾi.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπε‐κιά‐ρη‐δες
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μπεκιάρηδες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μπεκιάρης
μπεκιάρηδες αρσενικό