Δείτε επίσης: μπατίκια, μπατικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπατίκ < γαλλική batik[1] [2] < ολλανδική batik < ιαβαϊκή ꦧꦛꦶꦏ꧀ (bathik)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπατίκ ουδέτερο άκλιτο

  1. τεχνική με την οποία αποτυπώνονται με τη χρήση κεριού σχέδια σε ύφασμα
  2. (συνεκδοχικά) το ύφασμα που έχει τέτοια σχέδια αποτυπωμένα πάνω του

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. μπατίκΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. μπατίκ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας