Επιφάνεια βαμμένη με μουσταρδί χρώμα.

Ετυμολογία

επεξεργασία

μουσταρδί < μουστάρδ(α) +

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μουσταρδί ουδέτερο, άκλιτο

Μεταφράσεις

επεξεργασία