Ετυμολογία

επεξεργασία
μουντζώνω < μούντζ(α) + -ώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /munˈd͡zo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μουν‐τζώ‐νω

μουντζώνω

  1. δίνω μια μούντζα, κάνω σε κάποιον τη χειρονομία αυτή
  2. (μεταφορικά) δείχνω αδιαφορία για κάτι, εγκαταλείπω κάτι που μου φαίνεται άσκοπο
    ⮡  τα μούντζωσε όλα και την κοπάνησε για άγνωστη κατεύθυνση

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μουντζώνω < λείπει η ετυμολογία

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)