μουμιοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμουμιοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μουμιοποιώ
- θα μουμιοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μουμιοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαμουμιοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μουμιοποίηση