Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μουμιοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μουμιοποιώ
  2. θα μουμιοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μουμιοποιώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

μουμιοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μουμιοποίηση