μοριοδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμοριοδοτώ (παθητική φωνή: μοριοδοτούμαι)
- δίνω σε κάποιον μόρια, ώστε να επιτύχει καλύτερη θέση σε επικείμενο διαγωνισμό ή κάτι παρόμοιο
Συγγενικά
επεξεργασία- μοριοδοτημένος
- μοριοδοτούμενος
- μοριοδότηση
- → δείτε τις λέξεις μόριο και δίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μοριοδοτώ | μοριοδοτούσα | θα μοριοδοτώ | να μοριοδοτώ | μοριοδοτώντας | |
β' ενικ. | μοριοδοτείς | μοριοδοτούσες | θα μοριοδοτείς | να μοριοδοτείς | (μοριοδότει) | |
γ' ενικ. | μοριοδοτεί | μοριοδοτούσε | θα μοριοδοτεί | να μοριοδοτεί | ||
α' πληθ. | μοριοδοτούμε | μοριοδοτούσαμε | θα μοριοδοτούμε | να μοριοδοτούμε | ||
β' πληθ. | μοριοδοτείτε | μοριοδοτούσατε | θα μοριοδοτείτε | να μοριοδοτείτε | μοριοδοτείτε | |
γ' πληθ. | μοριοδοτούν(ε) | μοριοδοτούσαν(ε) | θα μοριοδοτούν(ε) | να μοριοδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μοριοδότησα | θα μοριοδοτήσω | να μοριοδοτήσω | μοριοδοτήσει | ||
β' ενικ. | μοριοδότησες | θα μοριοδοτήσεις | να μοριοδοτήσεις | μοριοδότησε | ||
γ' ενικ. | μοριοδότησε | θα μοριοδοτήσει | να μοριοδοτήσει | |||
α' πληθ. | μοριοδοτήσαμε | θα μοριοδοτήσουμε | να μοριοδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | μοριοδοτήσατε | θα μοριοδοτήσετε | να μοριοδοτήσετε | μοριοδοτήστε | ||
γ' πληθ. | μοριοδότησαν μοριοδοτήσαν(ε) |
θα μοριοδοτήσουν(ε) | να μοριοδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μοριοδοτήσει | είχα μοριοδοτήσει | θα έχω μοριοδοτήσει | να έχω μοριοδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μοριοδοτήσει | είχες μοριοδοτήσει | θα έχεις μοριοδοτήσει | να έχεις μοριοδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μοριοδοτήσει | είχε μοριοδοτήσει | θα έχει μοριοδοτήσει | να έχει μοριοδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μοριοδοτήσει | είχαμε μοριοδοτήσει | θα έχουμε μοριοδοτήσει | να έχουμε μοριοδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μοριοδοτήσει | είχατε μοριοδοτήσει | θα έχετε μοριοδοτήσει | να έχετε μοριοδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μοριοδοτήσει | είχαν μοριοδοτήσει | θα έχουν μοριοδοτήσει | να έχουν μοριοδοτήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μοριοδοτώ
|