Ετυμολογία

επεξεργασία
μοριοδοτώ < μόριο + -ο- + -δοτώ

μοριοδοτώ (παθητική φωνή: μοριοδοτούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία