μονολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονολογώ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monologuer < monologue < αρχαία ελληνική μόνος + λέγω
Ρήμα
επεξεργασίαμονολογώ
- μιλάω στον εαυτό μου, χωρίς να απευθύνομαι σε κάποιον άλλο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μονολογώ | μονολογούσα | θα μονολογώ | να μονολογώ | μονολογώντας | |
β' ενικ. | μονολογείς | μονολογούσες | θα μονολογείς | να μονολογείς | (μονολόγει) | |
γ' ενικ. | μονολογεί | μονολογούσε | θα μονολογεί | να μονολογεί | ||
α' πληθ. | μονολογούμε | μονολογούσαμε | θα μονολογούμε | να μονολογούμε | ||
β' πληθ. | μονολογείτε | μονολογούσατε | θα μονολογείτε | να μονολογείτε | μονολογείτε | |
γ' πληθ. | μονολογούν(ε) | μονολογούσαν(ε) | θα μονολογούν(ε) | να μονολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μονολόγησα | θα μονολογήσω | να μονολογήσω | μονολογήσει | ||
β' ενικ. | μονολόγησες | θα μονολογήσεις | να μονολογήσεις | μονολόγησε | ||
γ' ενικ. | μονολόγησε | θα μονολογήσει | να μονολογήσει | |||
α' πληθ. | μονολογήσαμε | θα μονολογήσουμε | να μονολογήσουμε | |||
β' πληθ. | μονολογήσατε | θα μονολογήσετε | να μονολογήσετε | μονολογήστε | ||
γ' πληθ. | μονολόγησαν μονολογήσαν(ε) |
θα μονολογήσουν(ε) | να μονολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μονολογήσει | είχα μονολογήσει | θα έχω μονολογήσει | να έχω μονολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μονολογήσει | είχες μονολογήσει | θα έχεις μονολογήσει | να έχεις μονολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μονολογήσει | είχε μονολογήσει | θα έχει μονολογήσει | να έχει μονολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μονολογήσει | είχαμε μονολογήσει | θα έχουμε μονολογήσει | να έχουμε μονολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μονολογήσει | είχατε μονολογήσει | θα έχετε μονολογήσει | να έχετε μονολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μονολογήσει | είχαν μονολογήσει | θα έχουν μονολογήσει | να έχουν μονολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονολογώ