monologue
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
monologue | monologues |
Ουσιαστικό επεξεργασία
monologue (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
monologue | monologues |
Ουσιαστικό επεξεργασία
monologue (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
monologue | monologues |
monologue (en)
ενικός | πληθυντικός |
monologue | monologues |
monologue (fr) αρσενικό