μονοκλωνικό αντίσωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονοκλωνικό αντίσωμα < μονοκλωνικό + αντίσωμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική monoclonal antibody)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαμονοκλωνικό αντίσωμα ουδέτερο
- (βιολογία, ιατρική) αντίσωμα / πρωτεΐνη γενετικά τροποποιημένη που κατασκευάζεται με κλωνοποίηση ενός μόνο λευκού αιμοσφαιρίου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονοκλωνικό αντίσωμα