- μομέντουμ < αγγλική momentum < λατινική momentum < *movimentum < moveo
μομέντουμ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός, λόγιο) η κατάλληλη στιγμή, η κατάλληλη ευκαιρία
- Οι οικονομολόγοι της υγείας, μάλιστα αναμένουν ότι, αν βελτιωθεί άμεσα ο χρόνος που απαιτείται για την έγκριση διεξαγωγής κλινικών μελετών, τα έσοδα για τα δημόσια ταμεία θα υπερδιπλασιαστούν. Και προειδοποιούν ότι η χώρα κινδυνεύει να χάσει το μομέντουμ. (*)