Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μηχανογραφήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μηχανογραφώ
  2. θα μηχανογραφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μηχανογραφώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μηχανογραφήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μηχανογράφηση