μηδέν άγαν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μηδέν άγαν < αρχαία ελληνική μηδέν ἄγαν < μηδέν + ἄγαν
Έκφραση επεξεργασία
μηδέν άγαν
- (λόγιο) (μην κάνεις) τίποτα το υπερβολικό
Σημειώσεις επεξεργασία
- το γνωμικό αποδίδεται στον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο: «ἦν Λακεδαιμόνιος Χίλων σοφός, ὃς τάδ' ἔλεξε: μηδὲν ἄγαν», Διογένης ο Λαέρτιος, Βίοι, 1, 41, 4)