Δείτε επίσης: μηδέν ἄγαν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μηδέν άγαν < αρχαία ελληνική μηδέν ἄγαν < μηδέν + ἄγαν

  Έκφραση

επεξεργασία

μηδέν άγαν

  • (λόγιο) (μην κάνεις) τίποτα το υπερβολικό
    ※  Γνωστό είναι, βέβαια, ότι όλοι μας τρωγόμαστε από την επιθυμία να βάλουμε την υπογραφή μας έστω σε κάποια υποσημείωση της Ιστορίας, αλλά η σπουδή μας να επιφυλάσσουμε στις κινήσεις των μηχανών αποθεωτικά επίθετα που μόνο σε γεννήματα του πνεύματος ταιριάζουν, δείχνει ότι εκείνο το «μηδέν άγαν» πήρε τον ίδιο δρόμο που έχει πάρει και το «μέτρον άριστον»: τον δρόμο προς μία από τις χιλιάδες ακάλυπτες χωματερές, αρκετές εκ των οποίων γειτνιάζουν με αρχαιολογικούς χώρους, τους οποίους κατά τα λοιπά αγαπάμε και προστατεύουμε.
    Παντελής Μπουκάλας, Οι γερανοί ξανάρχονται, Η Καθημερινή, 16 Οκτωβρίου 2007

Σημειώσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • άγανΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)