Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετεκλογικά < μετεκλογικός +

  Επίρρημα επεξεργασία

μετεκλογικά

  • κατά την περίοδο μετά τις εκλογές
    το επίμαχο νομοσχέδιο θα ψηφιστεί μετεκλογικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μετεκλογικά