μεταξιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταξιώνω < μεταξίωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός)
Ρήμα
επεξεργασίαμεταξιώνω
- (λόγιο) αλλάζω τον κώδικα αξιών μου (ηθικών κ.ά.) ή συμβάλλω στην αλλαγή του κώδικα αξιών ενός άλλου ανθρώπου
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταξιώνω | μεταξίωνα | θα μεταξιώνω | να μεταξιώνω | μεταξιώνοντας | |
β' ενικ. | μεταξιώνεις | μεταξίωνες | θα μεταξιώνεις | να μεταξιώνεις | μεταξίωνε | |
γ' ενικ. | μεταξιώνει | μεταξίωνε | θα μεταξιώνει | να μεταξιώνει | ||
α' πληθ. | μεταξιώνουμε | μεταξιώναμε | θα μεταξιώνουμε | να μεταξιώνουμε | ||
β' πληθ. | μεταξιώνετε | μεταξιώνατε | θα μεταξιώνετε | να μεταξιώνετε | μεταξιώνετε | |
γ' πληθ. | μεταξιώνουν(ε) | μεταξίωναν μεταξιώναν(ε) |
θα μεταξιώνουν(ε) | να μεταξιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεταξίωσα | θα μεταξιώσω | να μεταξιώσω | μεταξιώσει | ||
β' ενικ. | μεταξίωσες | θα μεταξιώσεις | να μεταξιώσεις | μεταξίωσε | ||
γ' ενικ. | μεταξίωσε | θα μεταξιώσει | να μεταξιώσει | |||
α' πληθ. | μεταξιώσαμε | θα μεταξιώσουμε | να μεταξιώσουμε | |||
β' πληθ. | μεταξιώσατε | θα μεταξιώσετε | να μεταξιώσετε | μεταξιώστε | ||
γ' πληθ. | μεταξίωσαν μεταξιώσαν(ε) |
θα μεταξιώσουν(ε) | να μεταξιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταξιώσει | είχα μεταξιώσει | θα έχω μεταξιώσει | να έχω μεταξιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεταξιώσει | είχες μεταξιώσει | θα έχεις μεταξιώσει | να έχεις μεταξιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μεταξιώσει | είχε μεταξιώσει | θα έχει μεταξιώσει | να έχει μεταξιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταξιώσει | είχαμε μεταξιώσει | θα έχουμε μεταξιώσει | να έχουμε μεταξιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεταξιώσει | είχατε μεταξιώσει | θα έχετε μεταξιώσει | να έχετε μεταξιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεταξιώσει | είχαν μεταξιώσει | θα έχουν μεταξιώσει | να έχουν μεταξιώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταξιώνω
|