Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεσοκόβω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεσοκόβω
<
μεσαιωνική ελληνική
μεσοκόπτω
<
αρχαία ελληνική
μέσος
+
κόπτω
Ρήμα
επεξεργασία
μεσοκόβω
(
σπάνιο
)
κόβω
κάτι
μέχρι
τη
μέση
άλλες μορφές:
μεσοκόπτω
(
σπάνιο
)
καταπονώ
τη
μέση
≈
συνώνυμα
:
κοψομεσιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεσοκόβω