μεθύσκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεθύσκω < αρχαία ελληνική μεθύσκω
Ρήμα
επεξεργασίαμεθύσκω (παθητική φωνή: μεθύσκομαι)
- (αρχαιοπρεπές) (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) (μεταβατικό) άλλη μορφή του μεθώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεθύσκω
|