Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μεγιστοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεγιστοποιώ
  2. θα μεγιστοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεγιστοποιώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μεγιστοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεγιστοποίηση