μεγαλοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μεγαλοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεγαλοποιώ
- θα μεγαλοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεγαλοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μεγαλοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεγαλοποίηση