Ετυμολογία

επεξεργασία
μαραζιάζω < μαράζ(ι) + -ιάζω

μαραζιάζω

  1. προκαλώ σε κάποιον μαράζι
  2. υφίσταμαι μαράζι
     συνώνυμα: μαραζώνω
  3. μαραίνομαι, μαραγκιάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία