Ετυμολογία

επεξεργασία
μαραγκιάζω < (λαϊκότροπο) ελληνιστική κοινή μαραγγιάω. Προτείνεται και παρόμοια ετυμολογική γραφή.[1]

μαραγκιάζω, αόρ.: μαράγκιασα, μτχ.π.π.: μαραγκιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. μαραίνομαι, ξεραίνομαι
    ※  Να στείλω γράμμα, χάνεται, δεν βρίσκει το παιδί μου, | Να μάθη, όσα να τω πη, διψάει η καρδιά μου· | Να στείλω μήλο σήπεται, λουλούδι μαραγκιάζει
    δημοτικό τραγούδι της Ηπείρου· συλλογή Arnold Passow (επιμ.), Τραγούδια ρωμαίικα. Popularia carmina Graeciae recentioris, Λειψία: B.G. Teubner, 1860, σ. 246.
  2. (κατ’ επέκταση) ζαρώνω, συρρικνώνομαι, σταφιδιάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)