Ετυμολογία el

επεξεργασία

μανόγαλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαννόγαλον.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε μάν(α) + -ό- + γάλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μανόγαλα ουδέτερο μόνον στην ονομαστική και αιτιατική ενικού (ελλειπτικό ουσιαστικό)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία