Ετυμολογία

επεξεργασία
μαννόγαλον < μάνν(α) + -ό- + γάλ(α + -ον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μανόγαλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαννόγαλον

  • μείγμα γάλακτος από δύο γυναίκες, μητέρα και κόρη, ως μαγικό φίλτρο

Συγγενικά

επεξεργασία