μαντάμ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαντάμ < από το γαλλικό madame
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαντάμ θηλυκό άκλιτο
- κυρία, είτε κυριολεκτικά είτε ειρωνικά (συνήθως λαϊκότροπο τον 21ο αιώνα)
- Είπε τίποτα η μαντάμ;
- (προσφώνηση) (παρωχημένο) λόγιος και μιμητικός τρόπος προσφώνησης των παντρεμένων γυναικών της αθηναϊκής κοινωνίας σε αντιδιαστολή προς το εξίσου παρωχημένο ματμαζέλ και μαντεμουαζέλ για τις δεσποινίδες ή το μεσιέ για τους κυρίους (μαντάμ ε μεσιέ: κυρίες και κύριοι ή μαντάμ ε ματμαζέλ: κυρίες και δεσπονίδες)
- (παρωχημένο) διευθύντρια οίκου ανοχής