Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ματμαζέλ < γαλλική mademoiselle (δεσποινίδα μου) < ma + demoiselle

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ματμαζέλ θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία