Ετυμολογία

επεξεργασία
ματμαζέλ < γαλλική mademoiselle (δεσποινίδα μου) < ma + demoiselle

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ματμαζέλ θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία