μένω πετσί και κόκαλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαμένω πετσί και κόκαλο
- μένω πετσί και κόκαλο, αδυνατίζω πολύ
- ⮡ μετά από τόση δίαιτα, έμεινα πετσί και κόκαλο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μένω πετσί και κόκαλο
|