μένω κάγκελο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
- εκπλήσσομαι και μένω άναυδος, εμβρόντητος, κοκαλώνω, τα χάνω, μένω ακίνητος, άκαμπτος και άψυχος σαν το κάγκελο -φράση που ίσως πήγασε από τη στρατιωτική ορολογία για τη σωστή στάση της προσοχής
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μένω κάγκελο
|