λούρεξ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λούρεξ < αγγλική Lurex < lure + -ex < αγγλονορμανδική lure < παλαιά γαλλική loirre < φραγκική *lōþr < πρωτογερμανική *lōþr-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλούρεξ ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Lurex στην αγγλική Βικιπαίδεια