γυαλιστερή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝa.lis.teˈɾi/
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγυαλιστερή θηλυκό
- το οστρακοειδές Callista chione, ένα από τα φρούτα της θάλασσας
Μεταφράσεις
επεξεργασία γυαλιστερή
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαγυαλιστερή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γυαλιστερός