Δείτε επίσης: Λουμπαρδιά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λουμπαρδιά < λουμπάρδα + -ιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λουμπαρδιά θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) κανονιοβολισμός, κανονιά
    ※  17ος αιώνας Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής, Ο Κρητικός Πόλεμος, 554, στίχ. 3 (3-6) @georgakas.lit.auth.gr
    Ἐπάψασιν οἱ λουμπαρδιὲς μαζὶ κ’ ἡ κακοσύνη
    κ’ οἱ φόνοι οἱ ἀμέτρητοι ποὺ δίδασιν ἐκεῖνοι·
    γιατὶ ὁ Θεὸς ἔτσ’ ὅρισε κ’ εἶχεν ἀποφασίσει,
    πλιὸ αἷμα δῶ νὰ μὴ χυθεῖ καὶ μόνια νὰ μ’ ἀφήσει·
    Στυλιανός Αλεξίου & Μάρθα Αποσκίτη (επιμ.), Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή του Ρεθυμναίου, Ο Κρητικός Πόλεμος (1645-1669), Στιγμή, Αθήνα 1995.
  2. (συνεκδοχικά) βλήμα κανονιού, οβίδα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • λουμπαρδιές (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)