λιθοστρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαλιθοστρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λιθοστρώνω
- θα λιθοστρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λιθοστρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαλιθοστρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λιθόστρωση