Ετυμολογία

επεξεργασία
λιαρός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

λιαρός, -ά, -όν

  1. χλιαρός, θερμός
  2. ήρεμος, ήσυχος, ήπιος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 164 (164-165)
    τῷ δ᾽ ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε | χεύῃ ἐπὶ βλεφάροισιν ἰδὲ φρεσὶ πευκαλίμῃσι.
    κι ύπνον κατόπιν άβλαβον και μαλακόν ν᾽ απλώσει, | σ᾽ εκείνου τα ματόφυλλα και στης καρδιάς τα βάθη·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 266
    οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε.
    έστειλε και τον ούριο άνεμο, ήπιο κι άβλαβο, ξοπίσω μου.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr