Ετυμολογία

επεξεργασία
λεύσσω < λείπει η ετυμολογία

λεύσσω

  1. κοιτάζω, ατενίζω, βλέπω, παρατηρώ
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 120 (στίχοι 118-120)
    αὐτὰρ ἐμοὶ γέρας αὐτίχ᾽ ἑτοιμάσατ᾽, ὄφρα μὴ οἶος | Ἀργείων ἀγέραστος ἔω, ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε· | λεύσσετε γὰρ τό γε πάντες, ὅ μοι γέρας ἔρχεται ἄλλῃ.»
    αλλά δώρο ετοιμάσετε σ᾽ εμένα ευθύς, τι μόνος | εγώ δεν πρέπει αδώρητος να μείνω των Αργείων | και όλοι το βλέπετε ότι αλλού το δώρο μου πηγαίνει».
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 255 (254-256)
    ὅρα ὅρα μάλ᾽ αὖ· | λεύσσετε πάντα, μὴ | λάθῃ φύγδα βὰς [ὁ] ματροφόνος ἀτίτας.
    Τα μάτια σου έχε τέσσερα | και βλέπε από παντού | μη σου ξεφύγει απλέρωτος της μάνας του ο φονιάς.
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 349
    τί φασίν; ἁνὴρ ἔστι καὶ λεύσσει φάος;
    Λοιπόν τί λένε; Ζει, βλέπει τον ήλιο;
    Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
  2. (με σύστοιχη αιτιατική) έχω το βλέμμα του/της, μοιάζω με

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία